Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Εκπαιδευτικό κίνημα: μπορεί να βρει καινούργιο βηματισμό;

Εκπαιδευτικό κίνημα: μπορεί να βρει καινούργιο βηματισμό;

Του Νίκου Τσούλια
      Έχουμε μπει για καλά μέσα στα μονοπάτια της κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας, αλλά δε φαίνεται από πουθενά κάποια πεδίο προοπτικής, κάποιος δρόμος υπέρβασης της κρίσης. Και έτσι ενώ βιώνουμε με έντονο και πολλοί με δραματικό τρόπο την βαρυσυννεφιά της οικονομικής ασφυξίας, παραμένουμε, πολίτες και κοινωνικά κινήματα, σε κατάσταση στασιμότητας. Χρησιμοποιούμε εργαλεία σκέψης της προ κρίσης περιόδου και όχι μόνο δεν ανιχνεύουμε την επόμενη φάση της ιστορίας, αλλά ακόμα χειρότερα δεν φαίνεται να είναι στο συλλογισμό μας η επόμενη φάση.
      Παραμένουμε εδώ και τέσσερα χρόνια στις διαπιστώσεις, στις καταγγελίες, στις εύκολες ηθικολογίες, στην έκφραση θυμού και οργής, στην ακινησία. Ουσιαστικά ζούμε την αμηχανία μας, την αμηχανία της ελληνικής κοινωνίας μπροστά σε ένα ιστορικής διάστασης πρόβλημα, χωρίς να έχουμε κάποιον οδηγό στην όλη συμπεριφορά μας. Παρακολουθούμε τις εκάστοτε εξαγγελίες γεμίζοντας από αγανάκτηση και η όλη μας προσπάθεια τείνει να κατανοήσει το ποια είναι η καλύτερη κίνηση εντός της κρίσης, το ποια θα είναι η προσωπική και ατελέσφορη κίνηση (αν πρέπει να βγω στη σύνταξη, αν εκείνο ή το άλλο), παραγνωρίζοντας την απτή πραγματικότητα ότι κάθε μέρα είναι άλλη μέρα, ότι είναι διαφορετική μέρα και ότι ως εκ τούτου δεν έχει νόημα η άλφα ή η βήτα απόφαση αφού δεν παράγει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού τα πάντα είναι ρευστά, τα πάντα κινούνται στο σκοτάδι.
     Αλλά για να βγούμε από την κρίση – κατά τη γνώμη μου – οφείλουμε να κατακτήσουμε μερικές σταθερές: 1) Η κρίση είναι κρίση του καπιταλισμού, είναι κρίση δομική του συστήματός του, είναι κρίση κέρδους του κεφαλαίου και εμφανίζεται ως κρίσης χρέους στις χώρες λόγω υπερσυγκέντρωσης των οικονομικών πόρων στα χέρια των λίγων. 2) Η κρίση αυτή μετασχηματίσθηκε ως κρίση της χώρας μας (φυσικά και άλλων χωρών) και ως τέτοια θα τη βιώσουμε, δεν θα δούμε μια κρίση – αποδυνάμωση του κεφαλαίου, αλλά μια κρίση – επίθεση του κεφαλαίου εναντίον των εργαζομένων μέσω των πρωτόγνωρου τύπου τοκογλυφικών δανεισμών. Η κρίση δεν είναι προσωρινή και η λύση της δεν θα προκύψει από κάποια πολιτική απόφαση ούτε από κάποιες αλλαγές στην κυβερνητική πλειοψηφία. Αν με τις εκλογές λύναμε την κρίση, θα κάναμε τις εκλογές κάθε τόσο. 3) Θα βγούμε από την κρίση αλλαγμένοι και μετασχηματισμένοι. Δεν θα είμαστε οι ίδιοι, πρόσωπα και θεσμοί. Έτσι συνέβαινε σε όλες τις δύσκολες περιόδους της ιστορικής πολύπαθης διαδρομής του νεοελληνικού κράτους. Θα βγούμε με άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, με άλλες αντιλήψεις και νοοτροπίες, με άλλους προβληματισμούς.
      Αν αυτά ισχύουν – έστω σε κάποιο βαθμό -, τότε οφείλουμε να καλωσορίσουμε τις μεταλλαγές μας και να τις προκαλέσουμε το συντομότερο. Να μετατρέψουμε το κυρίαρχο καταναλωτικό μας μοντέλο σε παραγωγικό μοντέλο, να μετατρέψουμε τα πολιτικά μας γραφειοκρατικά κόμματα σε θεσμούς δημοκρατικούς, σε θεσμούς ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης, σε θεσμούς που θα εκφράζουν τα πραγματικά μας κοινωνικά και ιδεολογικά συμφέροντα και όχι τις «τακτοποιήσεις μας και τις διευθετήσεις μας». Να δώσουμε νέο περιεχόμενο στα κοινωνικά μας κινήματα, πιο αποτελεσματικό και πιο δημιουργικό.
      Σήμερα ο ρόλος του εκπαιδευτικού κινήματος είναι διπλός: α) να υπερασπίσει την υπόθεση της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας και το status των εκπαιδευτικών και β) να αναπτύξει δομές και λειτουργίες ανατροπής της παρακμιακής κατάστασης, να αναλάβει πρωτοβουλίες στήριξης των οικονομικά πιο ρημαζόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Να εγκαταλείψει τα εργαλεία ανάλυσης και δράσης που είχε σε περιόδους διεκδίκησης και βελτίωσης του εισοδήματος, απλά γιατί δεν επαρκούν. Ας προσεγγίσουμε κάποια στοιχεία του.
   α. Κάποιες παραταξιακές ομάδες θεωρούν ότι με δύο εργαλεία: τις καταλήψεις και τις απεργίες διάρκειας θα δώσουν λύσεις. Άραγε είναι τόσο δύσκολο να κατανοηθεί ότι η ιστορία δεν προχωρά με τόσο απλουστευμένες προσεγγίσεις, ότι μια τέτοια πρωτόγονη σκέψη του τύπου «καταλήψεις – απεργίες διάρκειας» δεν αφορά κανέναν, ότι δεν συσπειρώνει ούτε αυτούς που την εκφέρουν, ότι συνιστά μια ακινησία, ότι είναι παλιάς – προ κρίσης κοπής – που κάποτε απλώς εξυπηρετούσε τον ανταγωνισμό των αριστερών κυρίως ρευμάτων στο ποιος είναι «πιο αγωνιστικός»;
      β. Η σύσταση και η ζωντάνια των κοινωνικών κινημάτων εδράζεται στον εσωτερικό διάλογο, στην αυτοκριτική και στη σύνθεση των απόψεων. Είναι εντυπωσιακό το εξής γεγονός. Ενώ θα περιμέναμε η κρίση να λειτουργήσει ως παράγοντας «πλησιάσματος» των παρατάξεων, έτσι ώστε να δημιουργούνται εύκολα συνθέσεις επί του περιεχόμενου ενός προγράμματος δράσης, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Κάθε παράταξη θεωρεί ότι κατέχει την αλήθεια – ωσάν η αλήθεια να μην είναι μια κοινωνική κατασκευή και επομένως προϊόν σύνθεσης – και λιθοβολεί όλες τις άλλες με περισσή ευκολία! Έτσι το όλο σύστημά μας διατρέχεται από αντίληψη και πρακτική πολιτικού αυτισμού και παραμένει ένα σύστημα βαθιά αυτο-αναφορικό χωρίς να ανοίγει καμιά χαραμάδα προοπτικής. Είναι ενδεικτικό το εξής γεγονός. Ενώ τα παλιότερα χρόνια οι συνελεύσεις μας αποσκοπούσαν στη διαδικασία προτάσεων και ψηφοφοριών, έτσι ώστε να προκύπτει ένα σώμα αποφάσεων, τώρα δεν μπαίνουμε καν στον κόπο, απλώς τα στελέχη των παρατάξεων εξαπολύουν μύδρους εναντίον των άλλων.
     Αν θέλαμε μάλιστα να προσδιορίσουμε τη στοχοθεσία ενός τέτοιας νοοτροπίας στελέχους για τις ανάγκες μιας Γενικής Συνέλευσης, η συνταγή είναι φοβερά απλή. Εξαπολύεις μύδρους κατά του καπιταλισμού, κατά του συστήματος, κατά της κυβέρνησης, κατά όλων εκείνων που δεν συμφωνούν μαζί σου – αλλά ακόμα και αν συμφωνούν μάλλον το προσπερνάς γιατί προτιμάς την καθαρότητα της γραμμής σου -, μαυρίζεις όσο πιο πολύ τα ούτως ή άλλως κατάμαυρα μέτρα της κρίσης, πιάνεις όλα τα θέματα έτσι ώστε ο κάθε εκπαιδευτικός να βλέπει και το πιο ειδικό κομμάτι του μέσα στο κάτοπτρο αναφοράς και ολοκληρώνεις με κορώνες επαναστατικού χαρακτήρα προσδοκώντας στο χειροκρότημα των μελών της παρατάξεώς του. Κάπως έτσι η κρίση έχει ενσωματώσει το όλο σκηνικό της συλλογικότητάς μας. Και δεν χρειάζεται καμιά περισπούδαστη ανάλυση, αρκεί να δούμε το πώς αποχωρούν οι εκπαιδευτικοί από τις συνελεύσεις και όχι μόνο όσοι δεν είναι ενταγμένοι στα παραταξιακά ρεύματα αλλά και οι ενταγμένοι σ’ αυτά.
    Τα κοινωνικά κινήματα, όπου γης και όπου χρόνου αλλά και το εκπαιδευτικό κίνημα στη χώρα μας στη μακρά ιστορική τους διαδρομή είχαν ως σηματωρό τη θέση να ερμηνεύουν την ουσία των δρώμενων, να παράγουν γεγονότα και όχι απλώς να ερμηνεύουν και μάλιστα μονοπαραταξιακά τα γεγονότα που δημιουργούν άλλοι και προπάντων να ανοίγουν καινούργιους δρόμους με τόλμη και ριζοσπαστισμό για να προωθήσουν πραγματικά την υπόθεση του δημόσιου σχολείου και τα συμφέροντα των εκπαιδευτικών. Ποτέ δεν ήταν εύκολο. Αλλά πάντα το τολμούσαν. Αυτή είναι η πρόκληση των καιρών μας.
    Ποια θα μπορούσαν να είναι τα συστατικά στοιχεία μιας υπερβατικής πρότασης για το εκπαιδευτικό κίνημα; Θα το επιχειρήσουμε σε επόμενο άρθρο, χωρίς καμιά αίσθηση βεβαιότητας, χωρίς καμιά αντίληψη κατοχής της αλήθειας, αλλά με θεώρηση σχετικότητας της πρότασης και ως μιας απλής γνώμης που οφείλει να κριθεί και ενδεχομένως να διασταυρωθεί στα γόνιμο έδαφος της συλλογικής μας αφήγησης.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Τι ο λαός, τι μη λαός Του Τάκη Θεοδωρόπουλου

Τι ο λαός, τι μη λαός

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου



Στα χρόνια που ακολούθησαν την άνοδο του λαού στην εξουσία, το επίθετο «λαϊκός» ήταν το απαραίτητο πρόσημο πάσης υπεραξίας. Από τα Μουσεία Λαϊκής Τέχνης ώς τους λαϊκούς τραγουδιστές, το λαϊκό θέατρο και τον λαϊκό καπιταλισμό, ο εναγκαλισμός του περιούσιου, υπό τη μορφήν επιθετικού προσδιορισμού, υπήρξε ένας πρώτης τάξεως επαγγελματικός προσανατολισμός. Στην αντίπερα όχθη συνωστίζονταν οι λίγοι, οι διεφθαρμένες ελίτ, όσοι ανάλγητοι και υπερόπτες πάθαιναν ναυτία από τους κραδασμούς της λαϊκής ψυχής. Καμία πολιτική δεν ευδοκίμησε στον τόπο αν δεν θυσίαζε ένα έστω δάκρυ στον βωμό του «λαϊκού».
«Μόνο να γράφει τ’ όνομά του κι εκείνο το ’μαθε μισό». Ετσι ξεκινούσε ο ύμνος της 3ης του Σεπτέμβρη, προς τιμήν του πατριάρχη πάσης λαϊκότητας, του Γιάννη Μακρυγιάννη. Ο στρατηγός που έμαθε γράμματα για να πει τον πόνο του έγινε ο πρώτος άγιος στο μαρτυρολόγιο της λαϊκής ψυχής. Απέναντί του στέκονταν οι εγγράμματοι Φαναριώτες, οι τυραννικοί Βαυαροί και ο γαλλόδουλος Ιωάννης Κωλέττης, διαβόλοι και τριβόλοι, που κατέτρωγαν τις σάρκες της αγνότητάς του. Ο καθαγιασμός του Μακρυγιάννη χάραξε και την πνευματική γραμμή της λαϊκής κυριαρχίας. Οσοι θέλησαν να την υπηρετήσουν έπρεπε να περιφρονούν τους εγγράμματους και τα γράμματά τους, που διαφθείρουν αναγκαστικά, και να ξέρουν πως ό,τι κι αν λένε οι Φραντσέζοι και οι Βαυαροί το λένε εκ του πονηρού. Ηταν λίγο ώς πολύ το στίγμα που ακολούθησε η πορεία της ευρωπαϊκής Ελλάδας.
Οπως αποδεικνύεται σήμερα, είναι ένα σχήμα πολύ ισχυρότερο από οποιονδήποτε άλλον διαχωρισμό ή διχοτομία. Υπερβαίνει ακόμη και τη διχοτομία Δεξιάς και Αριστεράς ή την κοινωνική απόσταση που χωρίζει τα ισχυρότερα από τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα. Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη διαφήμιση της πλουτοκώσταινας που παρουσίαζε τον «Ελληνα Κροίσο» στο νησί του. Ηταν πολυεκατομμυριούχος, αλλά παρέμενε αραχτός και υπέρβαρος, κοινώς δεν είχε αποβάλει τα χαρακτηριστικά της λαϊκής του ταυτότητας. Αυτήν την ταυτότητα που η Ελλάδα προστάτευε με πείσμα όσο κάλπαζε στον δρόμο της ευμάρειας. Αυτή η ταυτότητα πέρασε στην εκπαίδευση και μέσω της εκπαίδευσης κυριάρχησε στην κοινωνική συμπεριφορά. Δεν χρειάζεται να μάθεις γράμματα, παιδί μου. Αρκεί να μάθεις να τη βγάζεις στον άδικο τούτο κόσμο και να μάθεις να γλεντάς. Σήμερα που τα χρήματα τελείωσαν, μείναμε μόνοι με τη λαϊκή μας ταυτότητα. Το αίσθημα της αδικίας δικαιώνεται με την απομάκρυνσή μας από την υπόλοιπη Ευρώπη, και κατά συνέπεια από τον υπόλοιπο κόσμο. Αλήθεια, ποιο είναι το «λαϊκό» στην Ελλάδα του 2013; Είναι ο ιδιοκτήτης της καφετέριας που δεν κόβει απόδειξη; Είναι ο αγανακτισμένος που θέλει τη δραχμή για να ησυχάσει; Είναι ο δάσκαλος που δεν δέχεται την αξιολόγηση; Ή μήπως είναι ο χρυσαυγίτης που, παιδί του λαού ο ίδιος, χτυπάει όποιον μαυριδερό βρει στον δρόμο του; Ακόμη και η Αριστερά έχει ξεχάσει τις διεθνιστικές προδιαγραφές του πολιτικού της σχεδίου προκειμένου να απολαύσει τη θαλπωρή της λαϊκής ψυχής. Και γιατί ο υπερήφανος οδηγός του ταξί που πετάει το τσιγάρο του στον δρόμο είναι πιο «λαϊκός» από τον πελάτη που διαμαρτύρεται; Ο επιθετικός προσδιορισμός «λαϊκό» έχει γίνει το δοχείο που περιλαμβάνει έναν χυλό από όπου ξεχωρίζουν μόνον τα αντανακλαστικά μιας αθεράπευτης δυστροπίας.
Την δυστροπία αυτήν τη μεγεθύνουν αποτελεσματικά κάθε βράδυ τα τηλεπαράθυρα. Εκεί, διάφορες ασώματες κεφαλές το μόνο που σου λένε είναι πως κάνεις καλά να μην ανέχεσαι ούτε τον διπλανό σου. Η καταθλιπτική κατάντια του Κοινοβουλίου, με τις βρισιές και τη μαγκιά να εμφανίζονται ως πρόγραμμα σωτηρίας της χώρας, δεν είναι τίποτε άλλο από την προσπάθεια των ανθρώπων αυτών να μιλήσουν με το λεξιλόγιο της λαϊκής ψυχής. Δεν δυσκολεύονται γιατί, όπως αποδεικνύεται, είναι και δικό τους. Ακόμη και ο λαϊκισμός τους είναι κακότεχνος, γιατί είναι πρωτογενής.
Ας παραδεχθούμε όμως κάτι. Αυτήν την περιγραφή της «λαϊκής» ψυχής και συμπεριφοράς την έχουν δώσει οι ελίτ της χώρας. Κουβαλούν μέσα τους πολλή περιφρόνηση, και την κυνική πεποίθηση πως η ελληνική κοινωνία είναι τόσο υπανάπτυκτη ώστε είναι έτοιμη να δεχθεί ότι αυτοί που έχτισαν τον Παρθενώνα φορούσαν φουστανέλες. Η συγγραφική γενιά του ’30, αυτή που ανέδειξε τον «λαό» ως οντότητα και τον έφερε στο κέντρο της υπαρξιακής αναζήτησης της σύγχρονης Ελλάδας, αν μη τι άλλο τον αντιμετώπιζε με σεβασμό. Οι σημερινοί Ελληναράδες προβάλλουν πάνω τους όλες τις δικές τους αναπηρίες, με πρώτη και καλύτερη την κατεστημένη τους αμορφωσιά.
«Τι ο λαός, τι μη λαός και τι τ’ ανάμεσό τους;» Παραφράζοντας τον ποιητή που αναρωτιόταν για τον Θεό, οφείλουμε να ψάξουμε τους τρόπους επαναπροσδιορισμού των όρων. Γιατί η πολιτιστική επανάσταση που χρειάζεται ο τόπος, απαιτεί κατ’ αρχάς την αναζήτηση της χαμένης σημασίας των λέξεων.